Τα πρώτα χρόνια (1931 – 1937)
«Ποιος θα με βοηθήσει να βοηθήσω άλλους;» Με αυτά τα λόγια αποτάνθηκε στους αναγνώστες του ο πάστορας Dr. Carl Kindermann στο τεύχος Δεκεμβρίου 1930 του μηνιαίου περιοδικού για τις Γερμανικές Ευαγγελικές Κοινότητες στην Ελλάδα. Ακόμα προτού πραγματοποιηθεί το πρώτο Χριστουγεννιάτικο Μπαζάρ το 1931, βρίσκουμε τακτικά εκκλήσεις για χρηματικές και υλικές δωρεές για να καταστεί δυνατή η στήριξη των αναξιοπαθούντων. Για να καταλάβουμε καλύτερα την εξέλιξη των πρωτοβουλιών για την κοινωνική στήριξη και αλληλεγγύη αλλά και για αυτοβοήθεια, πρέπει να αναλογιστούμε το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής. Τα δύσκολα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο εντείνονται με το θεαματικό οικονομικό κραχ του 1929, το οποίο προξένησε μια παγκόσμια οικονομική κρίση και την εξαθλίωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Και η Ελλάδα αναγκάστηκε το 1932 να δηλώσει χρεοκοπία. Στο περιοδικό της κοινότητας διαβάζουμε για πενία και ανεργία και για μια αυξημένη ζήτηση θέσεων εργασίας στη κοινότητα. Εκκλήσεις, παρακλήσεις και μετά μια «τεράστια» επιτυχία!
Τον Οκτώβριο του 1931 η Dr. Marie Kindermann, σύζυγος του πάστορα, προτρέπει για συνεργασία σε ένα παζάρι την παραμονή Χριστουγέννων: χώρος διεξαγωγής ήταν η μεγάλη αίθουσα του οίκου της κοινότητας, που μόλις αυτό το χρόνο είχε ανεγερθεί. Τα έσοδα από το Μπαζάρ προορίζονταν για τη λειτουργία ενός «Τμήματος αδελφών», στο οποίο μια απεσταλμένη αδελφή νοσοκόμα από το κέντρο των «Διακονισσών» στο Kaiserswerth θα αναλάμβανε τη «φροντίδα των γυναικών και κοριτσιών μας» και «τη σωματική περίθαλψη των ασθενών μας».
Η μεγάλη επιτυχία αυτού του πρώτου Μπαζάρ προκάλεσε σε όλους μεγάλη έκπληξη και το κέρδος αρκούσε για να καλύψει τα δυο πρώτα χρόνια της λειτουργίας του «τμήματος αδελφών». Ήδη στις αρχές του 1933 καλούνται «οι γυναίκες και νεαρές κοπέλες» σε συνεργασία για την προετοιμασία του καινούργιου Μπαζάρ, με τη διευκρίνιση να προσανατολισθούν σε «πρακτικά και όχι πολύ ακριβά είδη» λόγω της οικονομικής κατάστασης. Από τότε ξεκινάει η τακτική υπενθύμιση για το Μπαζάρ και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ανακοινώνεται η χριστουγεννιάτικη αγορά για το πρώτο Σαββατοκύριακο του Δεκεμβρίου. Αυτό το Μπαζάρ πραγματοποιείται στην μεγάλη αίθουσα του εντευκτηρίου του Γερμανικού Συλλόγου «Φιλαδέλφεια» στην οδό Ομήρου 16, εκεί που τώρα βρίσκεται το Ινστιτούτο Goethe. Η ποικιλία των προσφερόμενων ειδών είναι ακόμα μεγαλύτερη και περιέχει μεταξύ άλλων κεραμικά, χριστουγεννιάτικα στεφάνια, ασημικά, ηλεκτρικά είδη.
Τι απέγινε όμως τότε με τα έσοδα του Μπαζάρ;
Και το δεύτερο Μπαζάρ στέφθηκε με επιτυχία κάνοντας εισπράξεις άνω των 100.000 δραχμών, και το Φεβρουάριο του 1935 διαβάζουμε για σχέδια επέκτασης του χώρου κάτω από την εκκλησία με χρηματοδότηση από τη Γερμανία : «Σκοπός είναι η δημιουργία στέγης με 6 δωμάτια, κουζίνα και λουτρό που προορίζονται ως εξής: δύο δωμάτια για ηλικιωμένες, ανήμπορες για εργασία κυρίες (γηροκομείο), δύο δωμάτια για άνεργα κορίτσια ή άνδρες, όπως το επιβάλλουν οι ανάγκες, και ένα δωμάτιο με μερικές κλίνες για οδοιπόρους κτλ.. Το έκτο δωμάτιο προορίζεται για μια δεύτερη αδελφή νοσοκόμα από το Kaiserswerth.»
Εν τω μεταξύ αποδείχθηκε στην πράξη ότι μια νοσοκόμα μόνη της δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα συγκεκριμένα καθήκοντα. Τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας αυτής της μονάδας έπρεπε να καλυφθούν από την κοινότητα. Για αυτό το λόγο ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν εγκαίρως οι εργασίες για το Μπαζάρ του Δεκεμβρίου. Ήδη τον Οκτώβριο εγκαινιάζεται η μονάδα και δύο ηλικιωμένες κυρίες μετακομίζουν αμέσως εκεί. Τρία ακόμη κρεβάτια είναι διαθέσιμα για «άνεργες ή ελαφρά άρρωστες παιδαγωγούς και δασκάλες» Αυτή η στέγη είχε γίνει προφανώς μια υπόθεση καρδιάς για τους Γερμανούς της Αθήνας. Και το απέδειξαν με κάθε είδους προσφορές!
Πρώτες Επιτυχίες – Κρίση και Τομή
Με τα χρόνια η προετοιμασία και υλοποίηση του Μπαζάρ έχει γίνει πια ρουτίνα και οι σχετικές εργασίες χαρακτηρίζονταν από όλο και περισσότερο επαγγελματισμό. Πλέον έρχονται και δωρεές από τη Γερμανία. Ο εφημέριος Dr. Kindermann εκφράζει στο τεύχος του Ιανουαρίου 1936 τη χαρά του για το καθαρό κέρδος των 142.000 Δραχμών, αλλά την ίδια χρονιά έχουμε και μια πρώτη τομή στην ιστορία του Μπαζάρ: η ανεξήγητη εξαφάνιση του εφημέριου Dr. Kindermann αφήνει την ενορία χωρίς τον επικεφαλής της. Η ορμή και ο ενθουσιασμός των πρώτων χρόνων χάθηκαν. Εικάζεται ότι το δημοφιλές Χριστουγεννιάτικο Μπαζάρ ήταν ακίδα στο μάτι των ντόπιων φορέων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, οι οποίοι θα προτιμούσαν να πάρουν τις δωρεές για τη δική τους «Χειμερινή Αρωγή του Γερμανικού Λαού», που εγκαινιάστηκε το 1933.
Τόσο για τη στέγη όσο και για τη μονάδα νοσοκόμων προκύπτουν προβλήματα, επειδή – όπως διαβάζουμε στο φύλλο της κοινότητας από τον Οκτώβριο 1937 – είχανε μειωθεί δραματικά τα έσοδα σε σύγκριση με το περασμένο έτος, ενώ τα έξοδα είχανε αυξηθεί. Ενώ υπήρξε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για να γίνει το Μπαζάρ με τα έσοδά του, φαίνεται πως το Μπαζάρ του 1937 να ήταν το τελευταίο πριν από τον πόλεμο.
Αυτά τα πρώτα Μπαζάρ είχαν ήδη δείξει τις δυνατότητες, τη δυναμική και τη μεγάλη απήχηση μιας τέτοιας διοργάνωσης καθώς και τη δυνατότητα υλοποίησης απίθανων σχεδίων, εφόσον όλοι οι συμμετέχοντες συνεργάζονται αρμονικά.
Νέο Ξεκίνημα μετά τον Πόλεμο (1952 – 1970)
Ανθρωπιά και αλληλεγγύη ξαναζωντανεύουν το Μπαζάρ.
«Αυτή την εποχή έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαιτέρως μεγάλο αριθμό κοινωνικών υποθέσεων, ως επί το πλείστον πρόκειται για πολύ δύσκολες και μπερδεμένες ανθρώπινες μοίρες που μας έχει αφήσει ο τελευταίος πόλεμος.» Αυτή η αναφορά στην ετήσια έκθεση της ευαγγελικής ενορίας για το έτος 1954 απεικονίζει τη γενική κατάσταση στην Ελλάδα και στη γερμανική κοινότητα μετά τον πόλεμο καθώς και στα ακόλουθα τρομακτικά χρόνια της εμφύλιου σύρραξης. Το 1951 η ενορία αριθμεί πια μόνο 138 επίσημα μέλη, από τα οποία το 17% είναι Γερμανοί. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη αποδεικνύονται σωτήριες. Από το 1952 μερικές γυναίκες συναντιούνται για «απογεύματα εργασίας» στο ενοριακό κέντρο, όπου θα γίνει στις 29 και 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς το πρώτο μεταπολεμικό Μπαζάρ.
Η Γερμανική Σχολή Αθηνών
Μακρόχρονη φιλοξενία και σύμπραξη
Από τον Οκτώβριο του 1956 η Γερμανική Σχολή Αθηνών ξεκίνησε την λειτουργία της σε ένα νεοκλασικό κτήριο στο κέντρο της Αθήνας (Μετσόβου/Ρεθύμνου). Εδώ οι οργανωτές είχαν στη διάθεσή τους περισσότερους και πιο ευρύχωρους χώρους. Εντάθηκε επίσης και η συμμετοχή των μαθητών στα δρώμενα του Μπαζάρ και ακολούθως εμπλουτίστηκαν οι προσφορές και το πρόγραμμα του Μπαζάρ για παιδιά και νέους. Τα έσοδα του Μπαζάρ διατέθηκαν για το κοινωνικό έργο της Ευαγγελικής Εκκλησίας. Η οργανωτική βάση και δομή του Μπαζάρ καθώς και η εργασία όλων των συμμετεχόντων στηρίζονται πια σε αξιόπιστη ρουτίνα.
Σταθεροποίηση της παράδοσης του Μπαζάρ
Γενικά το Μπαζάρ βιώνει σε αυτά τα χρόνια μια σταθερή εξέλιξη, ακόμα και με νέες εγκαταστάσεις και ομάδες εργασίας. Τα έσοδα από το Μπαζάρ ανέβηκαν διαρκώς, ενώ τα έξοδα ήταν τότε – σε σύγκριση με τα τελευταία χρόνια – αισθητά μικρότερα, ανερχόμενα σε ποσοστό 10 με 15%. Την εποχή της παραμονής του εφημέριου Burkhard Meyer στην Αθήνα ξεκίνησαν πολλά πράγματα. Το 1970 ο Πάτερ Benedikt Leib χρίζεται πνευματικός της Καθολικής Ενορίας της Αθήνας και η Γερμανική Σχολή μετακομίζει στο καινούργιο κτήριό της στο Μαρούσι.
Το Μπαζάρ πλέον πραγματοποιείται σε δύο συνεχόμενες μέρες και ο Πάστορας Meyer εκφράζει τη γνώμη ότι κάθε περίπτερο του Μπαζάρ πρέπει να έχει όλη την ευθύνη για τη λειτουργία του και ότι πρέπει να δημιουργηθεί οργανωτικέ επιτροπή για όλο το Μπαζάρ που θα αναλάβει το γενικό συντονισμό των δραστηριοτήτων. Στο περιοδικό του Ιανουαρίου 1970 μαθαίνουμε ότι το ένα τρίτο των καθαρών εσόδων του Μπαζάρ προορίζονται για το γηροκομείο της Ευαγγελικής ενορίας και το 1/10 περίπου για τα έξοδα πρόνοιας. Περισσότερα από τα μισά χρήματα διατίθενται κατευθείαν για επιδόματα ενοικίων, ιατρικές υπηρεσίες, φάρμακα και τρόφιμα. Οι παραλήπτες είναι μεταξύ άλλων πολύτεκνες οικογένειες, επίσης «άτομα που ζουν μόνα τους και δεν λαμβάνουν σύνταξη ή δεν είναι ασφαλισμένα», ακόμα και άνεργοι πατέρες.
Εποχή της ανάπτυξης και ωρίμανσης (από το 1971 και μετά)
Πίστη στις αρχές και παραδόσεις σε μια εποχή μεταβολών
Αυτή η πίστη είναι μια αρετή για την οποία διακρίνονται οι συμμετέχοντες στο Μπαζάρ εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι έγινε δυνατό το Μπαζάρ παρά τη ραγδαία εξέλιξή του από τη μετακόμιση από το παλαιό κτήριο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών στις σύγχρονες εγκαταστάσεις στο Παράδεισο Αμαρουσίου, να διατηρήσει μεγάλο μέρος της «χειροποίητης γοητείας» του. Ο κύριος φιλανθρωπικός στόχος παραμένει ο ίδιος και η εκπλήρωσή του επιτεύχθηκε αδιάκοπα για πολλά χρόνια.
Για πολλά χρόνια οι γερμανόφωνοι καθολικοί της Αθήνας – είτε ατομικά, είτε ομαδικά- είχαν στηρίξει έμπρακτα την προώθηση των στόχων του Μπαζάρ. Απόδειξη της αποτελεσματικής και αρμονικής σύμπραξης των δύο ενοριών είναι ότι οι διορισμένοι από τις εκκλησίες κοινωνικοί λειτουργοί μοιράζονταν τις αρμοδιότητες μεταξύ τους.
Πολύ σημαντικό για το Μπαζάρ ήταν επίσης ότι οι πρέσβεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Αυστριακής Δημοκρατίας έθεσαν από το 1971 το Μπαζάρ υπό την αιγίδα τους. Ήδη ένα χρόνο μετά ακολούθησε και ο πρέσβης της Ελβετικής Ομοσπονδίας. Έτσι το οικουμενικό μας Μπαζάρ έγινε πρότυπο επιτυχημένης συλλογικής προσπάθειας, στην οποία αφοσιώθηκε τελικά όλη η γερμανόφωνη κοινότητα της Αθήνας.
Τι έχει επιτευχθεί … τι μένει;
«Και τι γίνεται με τα λεφτά;» Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι η ίδια από το 1930: «Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για κοινωνικούς στόχους.»
Μέσα σε αυτό πλαίσιο όλοι οι συμμετέχοντες στο Μπαζάρ είχαν από τότε επίσης στο νου να εξασφαλίσουν τη συνεχή υποστήριξη αναξιοπαθούντων ηλικιωμένων συνανθρώπων. Πέραν τούτου όμως υποστήριζαν σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης και άτομα που δεν ήταν από τον κύκλο της γερμανόφωνής μας κοινότητας.
Προς το τέλος της χρονικής περιόδου του ‘70 το Μπαζάρ είχε πια λάβει διαστάσεις που απαιτούσαν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Οι φορείς του Μπαζάρ πήραν τότε δύο αποφάσεις: πρώτον να δημιουργηθεί ένα απόθεμα για την περίπτωση ματαίωσης ενός Μπαζάρ και δεύτερον να παρακρατηθεί κάθε χρόνο ένα ποσό των εσόδων για την δημιουργία ενός γηροκομείου. Ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα και χάρη σε ειδικά κληροδοτήματα, στην ατομική συμβολή πολλών ανθρώπων και τέλος στη γενναιοδωρία των αδελφών καθηγητών Αιμιλίου και Νικολάου Κορωναίου, που προσέφεραν το πολυώροφο κτήριο για το σημερινό «Οίκο ευγηρίας Haus Koroneos».